Ένα από τα πιο γνωστά έθιμα των ημερών του Πάσχα στην
Πιερία, δεν είναι άλλο από το κάψιμο της
ρόκας. Δεν υπάρχει άνθρωπος στο Μοσχοπόταμο που να μην ξέρει πως την 3η μέρα
του Πάσχα, οι γυναίκες «καίνε τη ρόκα».
Μέσα από
μαρτυρίες και ιστορικές πηγές, θα προσπαθήσω να προσεγγίσω όσο καλύτερα
γίνεται, το πολύ ενδιαφέρον αυτό θέμα.
Νωρίς το
απόγευμα της 3ης μέρας του Πάσχα, τα τοπικά όργανα, γκάιντα, κλαρίνο κλπ
αρχίζουν να παίζουν διάφορους σκοπούς του τόπου. Αυτό είναι ένα προσκλητήριο
για τη νεολαία του χωριού, που σιγά σιγά συγκεντρώνεται κοντά στα όργανα και
αρχίζει το χορό. Ταυτόχρονα αρχίζει και συγκεντρώνεται ολόκληρο το χωριό γύρω
τους και παρακολουθεί. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό θέαμα να βλέπεις τα στενά
σοκάκια να πλημμυρίζουν ξαφνικά από κόσμο κάθε ηλικίας, που προσέρχεται με
χαρούμενη διάθεση στην πλατεία του χωριού.
Όλα αυτά
συνδυάζονται και με πολλά παραδοσιακά τραγούδια που τραγουδιούνται και
χορεύονται εκείνη την ημέρα, όπως είναι το τραγούδι: «Ν' ανθίζουν τα βουνά»,
που αναφέρεται στους Τούρκους προύχοντες του χωριού και στους Τούρκους
στρατιώτες που έκαναν την εμφάνισή τους στο χωριό, το τραγούδι: «Ο Ζάχος», που
αναφέρεται σε κάποιο νέο που κρατούσαν αλυσοδεμένο, κατά το τραγούδι
«σιδηρούμενο» και πολλά άλλα παραδοσιακά τραγούδια.
Αφού χορέψουν
αρκετή ώρα έτσι, μόνοι τους οι νέοι και οι κοπέλες του χωριού, σχηματίζουν ένα
δικό τους κύκλο γύρω από τους ήδη υπάρχοντες. Οι μεγαλύτεροι στην ηλικία άντρες
χορεύουν και αυτοί επίσης. Ο κύκλος αυτός μεγαλώνει διαρκώς και ενώ η νεολαία
αποχωρεί σχηματίζονται κύκλοι ανάλογα με τον αριθμό αυτών που πιάνονται στο
χορό και που συνήθως αποτελείται από το σύνολο των ανδρών του χωριού. Τότε
αποχωρούν και τα όργανα και ο χορός συνεχίζεται με τραγούδι. Αφού και οι άντρες
χορέψουν αρκετά μόνοι τους, με τη σειρά τους, οι πρώτες ηλικιωμένες γυναίκες
εμφανίζονται και πιάνουν την άκρη του χορού και χορεύουν μαζί με τους άντρες.
Σε λίγο έχουν πληθύνει, για να γίνει, τελικά, χορός και των δύο φύλων των
ηλικιωμένων με πολλές «δίπλες».
Το χαρακτηριστικό
στο χορό είναι το τραγούδι με το οποίο γίνεται. Αρχίζουν οι άντρες και
παίρνοντας την τελευταία στροφή οι γυναίκες την επαναλαμβάνουν, ενώ και πάλι οι
άντρες αρχίζουν τη νέα στροφή παίρνοντας το τέλος από το τραγούδι των γυναικών,
έτσι ώστε να δημιουργείται ένας ηχητικός κύκλος. Χαρακτηριστική όμως είναι η
αλλαγή στην ατμόσφαιρα, στο «κλίμα» που δημιουργείται τώρα με το χορό των
ηλικιωμένων με τη βαρύτητα, τη μεγαλοπρέπεια και την ωριμότητα που κυριαρχούν.
Πέρα από αυτό, τώρα, τα τραγούδια είναι καθορισμένα με σημαντικότερο την
«Μπηΐνα» γύρω από την οποία έχει πλεχτεί ο μύθος για το κάψιμο της ρόκας.
Καθορισμένος επίσης είναι και ο χορός ο οποίος με τον απλό και επαναλαμβανόμενο
χωρίς φιγούρες και τσακίσματα βηματισμό, ταιριάζει απόλυτα με τη μεγαλοπρέπεια
της μελωδίας και δημιουργεί ένα παράξενο ψυχικό κλίμα στους παρευρισκόμενους
στην εκδήλωση.
Αφού έτσι έχει
τραγουδηθεί ένας αριθμός τραγουδιών και μπορεί να πει κανείς σταθεροποιήθηκε η
ατμόσφαιρα που περιγράφηκε παραπάνω, επέρχεται η πρώτη αλλαγή που προετοιμάζει
την επιβολή της γυναικείας παρουσίας στο έθιμο κατά τρόπο απόλυτο και
αποκλειστικό. Αντί της πρωτοβουλίας στο αρχίνημα του νέου τραγουδιού από τους
άντρες και την επανάληψη των στροφών από τις γυναίκες, έχουμε τώρα το
αντίστροφο. Μια ηλικιωμένη, που αργότερα πήρε και τη ρόκα, άρχισε να τραγουδάει
έναν ήρεμο σκοπό, αργό, με τους παρακάτω στίχους:
«Γέμισαν τα
κλαριά δροσιά και τα λακούβια αίμα».
Αφού τελειώσει
το τραγούδι αυτό η ίδια ηλικιωμένη γυναίκα σκορπάει το χορό βγάζοντας μια χαρακτηριστική
κραυγή – σύνθημα. Αμέσως όλοι οι άντρες αποχωρούν και οι γυναίκες μόνες τους
τώρα πλέον, σχηματίζουν δύο δίπλες με μια επικεφαλής να κρατά τις δυο πρώτες
της κάθε δίπλας συγχρόνως, με σταυρωτά τα χέρια της και τραγουδώντας όλες μαζί
την Μπηΐνα αρχίζουν τον χορό «τον διπλιαστό τον καγκελιστό». Συγχρόνως πλάι
στην κορυφαία του χορού, περπατάει τραγουδώντας και αυτή, μια ηλικιωμένη, στην
πραγματικότητα αυτή που έδωσε το σύνθημα της αποχώρησης των αντρών , γνέθοντας
τη ρόκα της. Η ίδια αυτή γυναίκα τραγουδούσε τους παρακάτω στίχους
επαναλαμβάνοντάς τους αρκετές φορές:
«Μι βλέπιτι
παιδάκια μου πως κάνω εγώ τη ρόκα»
«Σι βλέπουμι
μανούλα μου πως μας πονάς κι γνιέθεις»
Φωτογραφία του
1976, στην οποία απεικονίζεται το έθιμο της ρόκας.
Αφού χορέψουν οι
γυναίκες εντελώς ανενόχλητες πλέον από τους άντρες που στέκονται διακριτικά
γύρω τους και σε αρκετή απόσταση, η ηλικιωμένη με τη ρόκα δίνει και πάλι το
σύνθημα και καλεί έναν άντρα με ένα δοχείο πετρέλαιο, τον βάζει και περιβρέχει
τη ρόκα και ύστερα την ανάβει. Από τη στιγμή αυτή συμβαίνει μια περίεργη
αλλαγή, στη στάση της γριάς, απέναντι στους αρσενικούς οποιασδήποτε ηλικίας που
μπορεί να πέσουν στην αντίληψή της . Ακόμα και εκείνοι που τη βοήθησαν να
ανάψει τη ρόκα , πρέπει βιαστικά χωρίς αντιλογία και πολύ περισσότερο χωρίς
καμιά αντίσταση να εξαφανιστούν αμέσως. Η γιαγιά που τόσο ήρεμα έγνεθε
ακολουθώντας με τραγούδια την κορυφαία του χορού τόση ώρα, μεταβάλλεται σε μια
άγρα καταδιώκτρια των αντρών, έστω και αν οι τελευταίοι παραμένουν σε απόσταση
αρκετή από τις δίπλες του χορού. Η γιαγιά με την αναμμένη ρόκα τρέχει προς κάθε
κατεύθυνση και χτυπάει με αυτήν τους αρσενικούς που βρίσκονται μπροστά της
χωρίς καμιά διάκριση. Τα χτυπήματα είναι πραγματικά και το ανδρικό φύλο
τρέπεται σε άτακτη φυγή. Περίπτωση διαμαρτυρίας, αν από χτύπημα πάθει κανείς
εγκαύματα ή καταστραφούν τα ρούχα του, δεν υπάρχει γιατί : «το έχει η ημέρα κι
ας μην πήγαινε γυρεύοντας, ας έτρεχε να φύγει».
Αλλά ενώ ως εδώ
τα πράγματα φαίνονται φυσικά και δικαιολογημένα, συμβαίνουν και μερικά άλλα που
δίνουν έναν περίεργο τόνο στο έθιμο. Ενώ δηλαδή η γιαγιά που άναψε τη ρόκα
φαίνεται να κυριαρχεί, μια άλλη ηλικιωμένη εμφανίζεται και αρχίζει με
πραγματικό μένος να κυνηγά την πρώτη με τη ρόκα, συμπλέκεται τελικά μαζί της,
της παίρνει τη ρόκα και την υποκαθιστά στο ρόλο της. Αυτό μπορεί να επαναληφθεί
και από άλλες ηλικιωμένες και η φλεγόμενη ρόκα να αλλάξει χέρια χωρίς όμως να
παύει να παραμένει πάντοτε το όπλο για την καταδίωξη του ανδρικού φύλου. Ποτέ
δεν χτυπιέται γυναίκα, ούτε η ηττημένη που της πήραν τη ρόκα και που μπορεί
άλλωστε να την ξαναπάρει. Αυτό επαναλαμβάνεται τρεις φορές, διότι τρεις ρόκες
στη σειρά, η μια μετά την άλλη θα καούν και η καταδίωξη θα συνεχίζεται όσο
υπάρχει αναμμένη ρόκα .
Στο μεταξύ και
όσο οι ηλικιωμένες απομακρύνουν έτσι βίαια από τις δίπλες του χορού οποιοδήποτε
αρσενικό, οι άλλες γυναίκες εξακολουθούν τον «διπλιαστό και καγκελιστό», σαν να
μη συμβαίνει απολύτως τίποτα γύρω τους. Το πανδαιμόνιο που προκαλεί η καταδίωξη,
οι φωνές και ακόμα τα προσπεράσματα των αρσενικών που γίνονται μπροστά τους όσο
οι άντρες τρέχουν να αποφύγουν το χτύπημα της αναμμένης ρόκας, τις αφήνει
εντελώς αδιάφορες και ανεπηρέαστες. Ο μεγαλόπρεπος αργός ρυθμός του χορού και
του τραγουδιού δεν αλλάζει καθόλου. Ένα αίσθημα ασφαλείας είναι διάχυτο στην
στάση αυτή των γυναικών που χορεύουν και δείχνουν απόλυτα πεπεισμένες ότι
μπορούν ανενόχλητα να δοθούν στον κόσμο του χορού και του τραγουδιού τους, όσο
η ρόκα είναι αναμμένη και η γιαγιά που την κρατά κάνει καλά τη δουλειά της.
Η ειρήνη ανάμεσα
στα δύο φύλα επανέρχεται, οι άντρες πλησιάζουν άφοβα τον χορό που διαλύεται και
η γιαγιά που τους κυνηγούσε ανελέητα, χαμογελαστή, εύχεται και του χρόνου να
την ξαναϋποστούν. Και σχεδόν απότομα, σαν να μην υπάρχει κανένα απολύτως
ενδιαφέρον στους κατοίκους του χωριού να ανταλλάξουν έστω και μερικά ακόμα
εορτάσιμα λόγια, διαλύονται και οι γυναίκες σπεύδουν στα σπίτια τους ενώ οι
άντρες μια και είναι αργία και απόγευμα, πηγαίνουν στην αγορά ή και αυτοί στα
σπίτια τους . Δεν επακολουθεί δηλαδή διασκέδαση και όλα φαίνονται πως
τελειώνουν και πραγματικά τελειώνουν.
Οι
Μοσχοποταμίτες, όταν διηγούνται την ιστορία του χωριού τους, τις οικογένειες
που από τα Γρεβενά, την Ανατολική Ρωμυλία, το Μοριά κ.λ.π. αποτέλεσαν τις βασικές
φάρες του, τους πολέμους που γνώρισε ο τόπος και διάφορα άλλα σημαντικά
γεγονότα, δεν παραλείπουν να θυμηθούν και το θρύλο της Μπηϊνας και την ηρωική
της στάση. Οι πληροφορίες που συγκεντρώσαμε σχετικά με αυτό το πρόσωπο
προέρχονται από αφηγήσεις ηλικιωμένων κατοίκων του χωριού από τους οποίους
πήραμε τα παρακάτω στοιχεία: «Πριν από 190 χρόνια και πλέον, στα χρόνια της
Τουρκοκρατίας, ερχόταν στο χωριό ντακούρια, ζασπιέδες (τουρκικά αποσπάσματα).
Το μάτι τους το είχαν για κακό ή να αρπάξουν γυναίκα ή να σκοτώσουν άντρα ή να
ρημάξουν, πάντα για κακό. Αυτή τη φορά ήρθαν την Τρίτη μέρα του Πάσχα και
μπήκαν στα σπίτια και άρπαξαν δυο τρία άτομα. Τα πήραν για να τα εκτελέσουν,
γιατί δεν εύρισκαν άλλους άντρες. Οι άντρες ήταν όλοι στο βουνό και γι αυτό πήραν αυτούς τους δυο τρεις .
Τους είχαν δεμένους στην πλατεία και ετοιμαζόταν να τους εκτελέσουν. Τότε οι
γυναίκες με επικεφαλής την Μπηΐνα που ασκούσε ιδιαίτερη επιρροή στο γυναικείο
πληθυσμό του χωριού, αποφάσισαν να πάρουν τις ρόκες τους να τις ανάψουνε φωτιά
και να πέσουν πάνω στους ζαπτιέδες. Οι τελευταίοι αιφνιδιάστηκαν με αποτέλεσμα
οι μελλοθάνατοι Μοσχοποταμίτες να γλιτώσουν χάρη στην έξυπνη κίνηση των
γυναικών.
Την Μπηΐνα τη
θεωρούν απόλυτα πραγματικό πρόσωπο όσο και αν δεν μπόρεσαν να δώσουν καμιά πληροφορία,
ούτε την παραμικρότερη έστω και έμμεση, για το πρόσωπο της πέρα από όσα λέει το
ίδιο της το τραγούδι. Την ιστορικότητά της αυτή δεν την έθεσε υπό αμφισβήτηση
ούτε το συμβολικό της όνομα . Μπηΐνα δεν είναι άλλη από την Μπέινα, γυναίκα του
Μπέη, και ουσιαστικά σημαίνει αρχόντισσα Είναι κάτι ανάλογο με το όνομα
Σουλτάνα που και αυτό κληρονομήθηκε από την τουρκική κυριαρχία στη χώρα μας.
Στην φαντασία των κατοίκων παρουσιάζεται σαν γυναίκα σαράντα με σαρανταπέντε
ετών, πολύ έξυπνη και εξαιρετικά καλή νοικοκυρά. Και ωστόσο, το γεγονός πως την
έχουν τόσο ζωντανή μέσα τους σαν γυναίκα πραγματική, με συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά και συγκεκριμένο κύριο όνομα, χωρίς να γνωρίζουν τίποτα για την
οικογένειά της, ενώ γνωρίζουν την καταγωγή όλων των οικογενειών του χωριού που
χτίστηκε πριν από 300 χρόνια, δε μειώνει καθόλου την πιθανότητα να υπήρξε
πράγματι μια γυναίκα που σε μια δύσκολη ώρα, πήρε τις πρωτοβουλίες που της
αποδίδονται και βοήθησε στην αντιμετώπιση του κινδύνου αποτελεσματικά.
Περισσότερο
πολύπλοκο είναι το στοιχείο της ρόκας. Διότι το μόνο που μπορεί να θεωρηθεί
βέβαιο, είναι πως η ρόκα είναι το σύμβολο της σύμβολο της ώριμης γυναίκας και
κυρίως της ηλικιωμένης μάνας ή γιαγιάς. Η ΄Ήρα είχε ρόκα και η Αθηνά χάρισε
στις φρόνιμες γυναίκας ένα αδράχτι. Επίσης η Ελένη παρουσιάζεται στο ανάκτορο
του Μενέλαου με ηλακάτη. Αλλά και σήμερα ακόμα η ρόκα και το αδράχτι αποτελούν
βασικά στοιχεία της εικόνας της ηλικιωμένης γυναίκας του χωριού και της στάνης.
Εδώ συνδέουν τη ρόκα με το Χριστό, σημειώνοντας πως το σχήμα της ρόκας είναι
ουσιαστικά σταυρός και έτσι ευλογούνται τα νήματα που τόσο χρησίμευαν στη ζωή
των κατοίκων τα παλιότερα χρόνια. Πάντως τι ακριβώς συμβολίζει η ρόκα δεν είναι
γνωστό. Υποστηρίζεται από τους λαογράφους πως είναι σύμβολο: α) γονιμικό και β)
αποτρεπτικό.
Χαρακτηριστικό
στο έθιμο αυτό είναι η πολύ έντονη γυναικεία παρουσία. Τόσο έντονη μάλιστα, όσο
να χαρακτηρίζεται από τους Μοσχοποταμίτες πραγματική γυναικοκρατία. Μας έκανε
ιδιαίτερη εντύπωση η άγνοια που υπήρχε από τους περισσότερους σημερινούς
κατοίκους του χωριού σχετικά με τους συμβολισμούς αλλά και η εντελώς παθητική
τους συμμετοχή στην πραγματοποίηση του εθίμου . Αυτό το γεγονός, όπως επίσης
και η ολική σχεδόν εξαφάνιση του τύπου της ηλικιωμένης γυναίκας, η οποία κρατά
ζωντανό το θρύλο της Μπηΐνας και διαδραματίζει το βασικό ρόλο στην υλοποίηση
του εθίμου, οδηγεί στο συμπέρασμα πως υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος κάποια
χρονική στιγμή, όχι πολύ μακριά από το σήμερα, το όμορφο αυτό έθιμο να
ξεχαστεί, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των νεότερων...
Ενθαρρυντικό για
τη διαρτήρηση του εθίμου, αποτελεί το γεγονός ότι το έθιμο διατηρείται εκτός
από τον Μοσχοπόταμο, στη Ρητίνη, στο Μελιάδι και στη Λαγόραχη καθώς και σε άλλα
χωριά των ορεινών περιοχών της Πιερίας.
Κώστας
Γαλανόπουλος
Το κάψιμο της ρόκας στη Λαγόραχη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου