Παραμύθι
Ζούσαν κάποτε στον ουρανό της Κύπρου, στην Οδό Σύννεφου Αρ. 19 και
Αριθμός 24, δύο Βροχοσταλίδες που εκτός από γειτονοπούλες ήταν και φίλες
κολλητές. Η Ειρήνη και η Ελπίδα. Αυτές οι δύο ήταν τόσο αχώριστες φιλενάδες που
κάθε βράδυ ανυπομονούσαν να ξημερώσει η επόμενη μέρα, για να συναντήσει η μία
την άλλη στο Συννεφοσχολειό. Ακόμη, δεν ήταν λίγες οι φορές που οι μαμάδες τους
διευθετούσαν την ανταλλαγή επισκέψεων στο σπίτι η μία της άλλης τα απογεύματα.
Και τότε συνέβαινε το «έλα να δεις». Οι Βροχοσταλίδες έβγαιναν έξω στον ουρανό
κι έκαναν του κόσμου τις τρέλες. Πότε κατρακυλούσαν από τις συννεφοτσουλήθρες
της γειτονιάς τους, πότε έπαιζαν στη συννεφοτραμπάλα και πότε έπαιζαν
αστεροσκονοπόλεμο. (αστερόσκονη + πόλεμος).
Ώσπου ο χρόνος κύλησε
γρήγορα και οι Βροχοσταλίδες έγιναν αρκετά μεγάλες, ώστε να κάνουν το πρώτο
τους ταξίδι κάτω στη Γη βγάζοντας, έτσι, ασπροπρόσωπο, το θαυμαστό γένος των
Βροχοσταλίδων της Κύπρου μας.
Οι Λευκωσιάτες περίμεναν
εδώ και μέρες τη βροχή, μιας και τον τελευταίο καιρό η Κύπρος βασανιζόταν από
τη λειψυδρία. Βλέπετε, κάποιοι τρελοί επιστήμονες, που είχαν σαν βάση τους το
Νησί της Αφροδίτης, έκαναν κάτι παράξενα πειράματα με τον αέρα και ο Δήμαρχος
των Βροχοσταλίδων έβγαλε έκτακτη ανακοίνωση να μην βγει καμιά Βροχοσταλίδα από
το σπίτι της, γιατί κινδύνευε.
Οι δύο Βροχοσταλίδες,
λοιπόν, η Ειρήνη και η Ελπίδα, αισθάνονταν πολύ χαρούμενες που επιτέλους θα
έκαναν το πρώτο τους ταξίδι κάτω στη Γη. Άλλωστε, τόση προετοιμασία στο
Συννεφοσχολειό για ομαλή προσγείωση στο έδαφος, για σωστό προσανατολισμό και
για καλούς τρόπους συμπεριφοράς δεν ήταν δυνατόν να πάει χαμένη…
Από το παράθυρο του
Σύννεφου της Γραμμής οι δύο φιλενάδες θαύμαζαν τον ουρανό που εκείνη τη μέρα
είχε φορέσει τα καλά του, Κοίταζαν και τα σύννεφα, που τα πιο τολμηρά χάνονταν
στο βάθος του Ορίζοντα και μαύριζαν, έτοιμα να απελευθερώσουν τις εκατοντάδες
βροχοσταλίδες τους, του γνωστού γένους των Βροχοσταλίδων της Κύπρου. Από κάτω,
η Γη, πανέμορφη κι αυτή, ήταν μουντζουρωμένη με χιλιάδες χρώματα. Κάπου είχε
λεκέδες από κίτρινο χρώμα, κάπου ήταν στολισμένη με πράσινα στολίδια και σε
αρκετά της σημεία ήταν μπλε από τη θάλασσα.
Το Σύννεφο της Γραμμής σε
μια στιγμή κόρναρε τη σειρήνα του. Επιτέλους, κόντευε να φτάσει πάνω από τη
Λευκωσία και επιχειρούσε να βρει ένα καλό σημείο για να παρκάρει. Ώσπου σε μια απρόβλεπτη στιγμή, πέρασε ξυστά
από δίπλα του ένα σύννεφο με μια μεθυσμένη Βροχοσταλίδα – Οδηγό και ο Οδηγός
του Σύννεφου της Γραμμής αναγκάστηκε να πατήσει απότομα τα φρένα. Τότε συνέβηκε
κάτι τραγικό!
Δύο από τις επιβάτιδες
του Σύννεφου της Γραμμής, η Ειρήνη και η Ελπίδα, δεν φορούσανε τη ζώνη
Ασφαλείας τους και εκτινάχθηκαν με μεγάλη ορμή έξω από το Σύννεφο. Αιωρούμενες
στον Ουρανό της Λευκωσίας, προσγειώθηκε
η μία πάνω σε ένα μια λεκάνη με νερό της βρύσης, ενώ η άλλη πάνω σε ένα
νωπό από την υγρασία παράθυρο. Αφού συνήλθαν από το άσχημο ταρακούνημα,
διασταύρωσαν τις ματιές τους.
Και τότε αντιλήφθηκαν
κάτι τρομακτικό. Μία μακριά σειρά από ερειπωμένα σπίτια κι ένα σκουριασμένο
συρματόπλεγμα ήταν αρκετά για να χωρίσουν για πρώτη και μοναδική φορά τις μέχρι
τώρα αχώριστες φιλενάδες. Η Ειρήνη και η Ελπίδα άρχισαν να τρέχουν κατά μήκος
αυτής της άσχημης στεριανής γραμμής, χωρίς να μπορούν να πλησιάσουν η μία την
άλλη. Στο πέρασμά τους αντίκριζαν ανθρώπους, τόσο από τη μια πλευρά όσο κι από
την άλλη, να συνεχίζουν τις ζωές τους, χωρίς να ενδιαφέρονται να δουν τι
υπάρχει από την απέναντι πλευρά. Στο μεταξύ, της μίας βούιζαν στα αυτιά της
λέξεις όπως «Καλημέρα», «Πώς είστε;», ενώ η άλλη άκουγε λέξεις όπως «Οσκιούρ»,
«Εμινέ» και άλλα.
- Καλά! Πόσο χαζοί είναι οι άνθρωποι να ζουν κάτω από τον ίδιο ουρανό και
πάνω στην ίδια Γη και να τους χωρίζει ένα συρματόπλεγμα; διερωτήθηκε η Ειρήνη.
- Η Γη είναι μεγάλη, τεράστια, αχανής! Φτάνει και περισσεύει για όλους
μας! Πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να τσακώνονται γι’ αυτήν; Δεν έχουν κάτι
καλύτερο να κάνουν; αναρωτήθηκε η Ελπίδα.
Καθώς, έτρεχαν οι δύο
φιλενάδες κατά μήκος της Γραμμής του Τρόμου, που κάποιους άκουσαν να την
αποκαλούν «Πράσινη Γραμμή», αντίκρισαν μπροστά τους ένα ποτάμι που φαίνεται που
μόλις είχε αρχίσει να γεμίζει νερό από
τις υπόλοιπες Βροχοσταλίδες. Χωρίς δεύτερη σκέψη βούτηξαν και οι δύο με την
ελπίδα να ξανασυναντηθούν.
Και πράγματι ύστερα από
λίγα δευτερόλεπτα οι δύο φίλες συναντήθηκαν, ενώθηκαν κι έγιναν μία σταγόνα
μεγαλύτερη και πιο δυνατή. Το καταχάρηκαν που ο χείμαρρος της Λευκωσίας δε
δέχτηκε να μπει στο παιγνίδι του πολέμου, όπως έκαναν οι άνθρωποι και να
χωρίσει το μακρύ κορμί του σε δύο τμήματα.
Οι δύο Βροχοσταλίδες,
αφού μοιράστηκαν την αγωνία, το φόβο και όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα που τις
συντρόφευσαν στην απρόσμενη αυτή περιπέτειά τους, έκλεισαν τα μάτια τους για να
κοιμηθούν και με την ελπίδα ο Ήλιος της επόμενης μέρας να λάμψει ολόκληρος για
να τις εξατμίσει και να τις γυρίσει πάλι σπίτι τους, στην Οδό Σύννεφου Αρ. 19
και Αρ. 24
Πηγή: http://teacher-d.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου